ὄαρος

ὄαρος
ὄᾰρος (-ον, -οις, -οισι.)
a low, soft voice(s) οὐδέ μιν φόρμιγγες ὑπωρόφιαι κοινανίαν μαλθακὰν παίδων ὀάροισι δέ-

κονται P. 1.98

ἐγὼ δὲ κείνων τέ μιν ὀάροις λύρᾳ τε κοινάσομαι N. 3.11

b utterance

πραὺν δ' Ἰάσων μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον P. 4.137

μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ, εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι ψάγιον ὄαρον ἐννέπων N. 7.69

]ωντ' οαρ[ P. Oxy. 2442, fr. 93.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • όαρος — ὄαρος, ὁ (Α) 1. φιλική συναναστροφή, σχέση οικειότητας («παρθενίους τ ὀάρους μειδήματά τε», Ησίοδ.) 2. συνομιλία, λόγος 3. μικρή ωδή, ασμάτιο («μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον», Πίνδ.) 4. στον πληθ. οἱ ὄαροι αναγνώσεις, αναγνώσματα 5. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • Ὄαρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄαρος — ὄαρ wife fem gen sg ὄαρος converse masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀάροις — Ὄαρος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀάροις — ὄαρος converse masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀάροισι — Ὄαρος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀάροισι — ὄαρος converse masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀάροισιν — Ὄαρος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀάροισιν — ὄαρος converse masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀάρου — Ὄαρος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀάρου — ὄαρος converse masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”